- ανιστόριστος
- ἀνιστόριστος -η, -ο (Μ)βλ. ανιστόρητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανιστόρητος — κ. ανιστόριστος, η, ο (AM ἀνιστόρητος, ον) 1. αυτός που αγνοεί την ιστορία, ο ιστορικά αμόρφωτος 2. αυτός που δεν αναφέρεται από την ιστορία, αμνημόνευτος, ακατάγραφος, άγνωστος νεοελλ. 1. αμόρφωτος, αγράμματος 2. αυτός που δεν μπορεί να… … Dictionary of Greek